Στην καρδιά ενός χωριού που δεν θα βρείτε σε κανέναν χάρτη εκεί όπου οι ειδήσεις φτάνουν με ταχύτητα περιστεριού, μιας και η κυβέρνηση των μακρινών μνημονίων έταζε ίντερνετ σε κάθε χωράφι που δεν έφτασε ποτέ, τα νέα περπατάνε με ρυθμό σαλιγκαριού.
Κάπου σε ένα απομακρυσμένο χωριό υπάρχει ένα καφενείο που θυμίζει περισσότερο Κοινοβούλιο, παρά μαγαζί. Οι θαμώνες του, τέσσερις αγρότες με βλέμμα πιο διαυγές από δελτίο Τύπου και χέρια σημαδεμένα από τα χωράφια, συναντιούνται κάθε βράδυ για να λύσουν όλα τα προβλήματα του κόσμου, ή τουλάχιστον να τα σχολιάσουν με την ακρίβεια, που λείπει από τις ανακοινώσεις των υπουργείων. Εκεί, ανάμεσα σε τσίπουρα, λογαριασμούς και όνειρα, γεννιέται η πιο ταπεινή μορφή πολιτικής - η κουβέντα της ανάγκης.
Στο τραπέζι στη γωνία, που ονομάζεται «Υπουργείο Αγροτικής… Συζήτησης» πιάνει έδρα ο Μήτσος, ο Κώστας, ο Θανάσης κι ο Παναγής. Στην τηλεόραση τρέχουν άηχα τα δελτία των ειδήσεων, καθώς και σκάνδαλα του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ο καφετζής αλλάζει τα κανάλια με το τηλεκοντρόλ σαν να κουρδίζει υπομονή, και τα τσίπουρα φτάνουν ατσαλάκωτα, σαν επίσημα έγγραφα, για να ξεκινήσει η ανεπίσημη συνεδρίαση.
«Σήμερα στην ημερήσια διάταξη», λέει ο Μήτσος, ακουμπώντας τον αγκώνα του επάνω στην λαδόκολλα «επιδοτήσεις που έρχονται με ταχυδρομικό περιστέρι, βαμβάκι που πληρώνεται σαν τριφύλλι και ο αιώνιος εχθρός ο λογαριασμός».
Ο Κώστας έχει το ύφος ανθρώπου που μετράει με ζυγαριά φαρμακείου τις λέξεις των ανακοινώσεων. «Μίλησαν πάλι για ‘στοχευμένα μέτρα’. Στοχευμένα σε ποιον; Σε μας ή στο κενό;»
«Στο κενό στοχεύεις μόνο όταν θες να μην πετύχεις τίποτα,» απαντά ο Παναγής. «Εδώ χρόνια τώρα, όλο βρίσκει στόχο η τσέπη μας.»
Ο Θανάσης, που κρατάει τετράδιο με κουκκίδες σαν να ’ναι πρακτικογράφος της ζωής, σηκώνει το μολύβι: «Προτείνω αλλαγή στον τρόπο πληρωμής:
1- Οι πληρωμές να γίνονται πριν σπείρουμε, όχι μετά . Άρθρο 2: Αν μια ανακοίνωση δεν έχει ημερομηνία, να λογίζεται ως ανέκδοτο.»
«Περνάει ομόφωνα,» λέει ο Μήτσος. «Και γραφτεί στα πρακτικά πάνω στη λαδόκολλα γιατί μόνο αυτό το χαρτί εγγυάται ότι κάτι πληρώθηκε.»
Το καφενείο μυρίζει ξύλο και κάπνα από την ψησταριά που άλλοτε έψηνε αρνάκια, κοκορέτσια και προβατίνα και τώρα ψήνει κοτόπουλο και σουβλάκια γιατί αυτό έχει απομείνει . Ένας γέρος ανοίγει την πόρτα και φέρνει μαζί του κομμάτι χαρτί από ένα διπλανό χωριό, από άλλο κοινοβούλιο «Τι αποφασίσατε, υπουργοί;»
«Να αφήσουμε τις αποφάσεις για αύριο,» λέει ο Παναγής, «για να ’χουμε τι να συζητήσουμε για αύριο βράδυ.»
Στην τηλεόραση σκάει έκτακτη ενημέρωση νέα δέσμη μέτρων για «ανακούφιση». Οι υπότιτλοι τρέχουν γρήγορα, σαν τρακτέρ που κατεβαίνει βιαστικά τον κατήφορο.
«Ανακούφιση είναι ό,τι δεν χρειάζεται λεξικό για να το καταλάβεις,» μουρμουρίζει ο Κώστας. «Και ό,τι δεν χρειάζεται δάνειο για να το πληρώσεις.»
«Εμένα η μόνη ανακούφιση είναι να ’χεις σπόρο καθαρό, βροχή στην ώρα της και τιμή που δεν ντρέπεσαι να τη λες στο παιδί σου,» λέει ο Μήτσος. «Όλα τα άλλα είναι προσχέδια και παραρτήματα.»
«Και προσχέδιο δίχως χωράφι είναι σαν αλέτρι χωρίς ζευγά,» συμπληρώνει ο Θανάσης.
Ο Παναγής, που ’χει πάρει το κολάι όλα αυτά τα χρονιά, χτυπάει το ποτήρι στο τραπέζι ελαφρά. «Ν’ αποφασίσουμε και για το πιο δύσκολο: τι σημαίνει αξιοπρέπεια;»
Σιωπή για δευτερόλεπτα, η πιο τίμια μορφή δημοκρατίας.
«Αξιοπρέπεια,» λέει ο Μήτσος με άγχος, «τι είναι αυτό; είναι να μπορείς να μην εχεις τεφτέρι και να αναγκάζεσαι να κρύβεις το τεφτέρι από το παιδί σου, και να ’χεις να κεράσεις τον γείτονα κι ας μην έχεις για σένα.»
«Και να μη χρειάζεται να εξηγείς κάθε τόσο ότι είσαι αγρότης, όχι κατηγορούμενος,» προσθέτει ο Κώστας.
Η συζήτηση φουντώνει. Το τραπέζι γίνεται think tank με τσίπουρο. Όλοι καταθέτουην τις εμπειρίες τους σαν μικρό νομοσχέδιο για τις τιμές, για τα καύσιμα, για την κτηνιατρική που δεν φτάνει στα μαντριά, για τις δηλώσεις που γεμίζουν οθόνες αλλά όχι σιλό και σίγουρα όχι λογαριασμούς . Και μέσα σ’ όλα, μια σπάνια συμφωνία πως η ελπίδα, αν είναι να ’ρθει, δεν θα ’ρθει από κουμπιά. Θα ’ρθει από χέρια.
«Πάρ’ το χαμπάρι,» λέει ο Παναγής με εκείνο το χαμόγελο που ζυγίζει τα κακά μ’ ένα καλό. «Η χώρα διοικείται μ’ έναν περίεργο τρόπο: βγάζουν ανακοινώσεις, βγάζουμε κι εμείς συμπεράσματα. Αυτοί γράφουν δελτία Τύπου, εμείς γράφουμε βιογραφικά της βδομάδας.»
«Και στο τέλος,» κάνει ο Θανάσης, «πληρώνουμε όλοι τον ίδιο λογαριασμό συν το πάγιο αλλα και την ανασφάλεια.»
Ο καφετζής φέρνει μια πιατέλα με μεζέδες, δώρο. «Για τους κυρίους υπουργούς,» λέει πειρακτικά. «Να’ χετε και κάτι να υπογράψετε.»
Ο Μήτσος πιάνει μια ελιά με το πιρούνι σαν να υπογράφει πράξη νομοθετικού περιεχομένου. «Υπογράφω ότι θα επιμείνουμε.»
«Υπογράφω ότι θα γελάμε όσο μπορούμε,» λέει ο Παναγής.
«Υπογράφω ότι θα θυμώνουμε όταν πρέπει,» λέει ο Κώστας.
«Κι εγώ υπογράφω ότι θα κρατάω πρακτικά, μπας και κάποτε τα διαβάσει κανείς,» κλείνει ο Θανάσης.
Όταν ο ήλιος δύει σιγά σιγά, η συνεδρίαση λήγει χωρίς δελτίο τύπου. Κι όμως, η πιο καθαρή απόφαση έχει ήδη περάσει να συναντιούνται ξανά την επόμενη μέρα, την παρ'άλλη, έως ότου οι λέξεις, κάπου μεταξύ ποτηριού και τετραδίου, γίνουν πράξεις και όχι από τίποτα άλλο, αλλά από την απόγνωση . Το καφενείο αδειάζει αργά. Στον τοίχο, το ρολόι δεν ψηφίζει, αλλά χτυπάει αποφάσεις.
Κι αν κάποιος περάσει απ’ έξω και ρωτήσει τι είναι αυτός ο θόρυβος, θα του πουν «Η δημοκρατία στην πιο δύσκολη μορφή της εκεί που κανείς δεν έχει μικρόφωνο και όλοι έχουν χωράφι.» Γιατί εδώ, στο υπουργικό συμβούλιο χωρίς υπουργούς, οι τέσσερις δεν κυβερνούν τη χώρα. Κυβερνούν την καθημερινότητά τους. Και μερικές φορές, αυτό είναι πιο δύσκολο κι από κράτος.
Όλα τα πρόσωπα, οι θεσμοί και τα ζώα της ιστορίας είναι προϊόν φαντασίας.
Κάθε ομοιότητα με πραγματικούς οργανισμούς, υπουργεία ή επιδοτούμενα προγράμματα είναι απολύτως συμπτωματική και, βεβαίως, μη επιλέξιμη προς χρηματοδότηση.
Γιατί σε αυτή τη χώρα, ακόμη κι η φαντασία χρειάζεται αίτηση, υπογραφή και έγκριση. Κι αν δεν εγκριθεί, μένει να φυτρώνει εκεί όπου πάντα άνθιζε το χιούμορ: ανάμεσα σε ένα άδειο ποτήρι και μια γεμάτη ψυχή.
Υστερόγραφο
Ίσως, τελικά, η δημοκρατία να μη ζει στα κοινοβούλια ούτε στα συνέδρια αλλά στα καφενεία, εκεί όπου οι άνθρωποι εξακολουθούν να μιλούν, να διαφωνούν, να γελούν και να ελπίζουν. Γιατί όσο υπάρχει κουβέντα αληθινή, αυθόρμητη, ανθρώπινη υπάρχει ακόμη και η πιο γνήσια μορφή εξουσίας η φωνή του λαού.