Η Ελλάδα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά σε παραγωγή και κατανάλωση βιολογικών προϊόντων στην Ευρώπη

Άρθρο του Μιχάλη Τζελέπη για την Βιολογική Γεωργία-Κτηνοτροφία με αφορμή το 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Βιολογικής Γεωργίας και Κτηνοτροφίας που διεξήχθη στον Νομό Σερρών.

Τις τελευταίες δεκαετίες η ανησυχία για την καταστροφή του περιβάλλοντος έχει αποκτήσει ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις, ενώ οι διαμαρτυρίες για τις περιβαλλοντικές επιδράσεις των συστημάτων παραγωγής προϊόντων αυξάνονται σε παγκόσμια κλίμακα. Ιδιαίτερη προσοχή στα πλαίσια του ευρύτερου κινήματος για την προστασία του περιβάλλοντος έχει δοθεί στον τομέα της γεωργίας. Ασκείται έντονη κριτική στις βιομηχανικές μεθόδους γεωργικής καλλιέργειας της συμβατικής γεωργίας, οι οποίες συντελούν με τις εντατικές και μηχανοποιημένες τεχνικές παραγωγής στην απαξίωση του φυσικού περιβάλλοντος, την αύξηση της μόλυνσης και την εξάντληση μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων. Επιπροσθέτως με την έντονη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων δημιουργούν στο σύγχρονο καταναλωτικό κοινό, το οποίο απαιτεί τρόφιμα ποιοτικά και υγιεινά, ανησυχία για την ασφάλεια και θρεπτική αξία των γεωργικών προϊόντων.

Σε μια εποχή λοιπόν που τα υγιεινά τρόφιμα αποτελούν είδος προς εξαφάνιση, η βιολογική γεωργία έρχεται να δώσει τη λύση δημιουργώντας τις προϋποθέσεις παραγωγής ποιοτικά εγγυημένων προϊόντων, ασφαλών για την δημόσια υγεία και υψηλής διατροφικής αξίας μέσω μεθόδων καλλιέργειας που ελαχιστοποιούν την μόλυνση του περιβάλλοντος και προωθούν την διατήρηση της βιοποικιλότητας

 Αυτοί είναι και οι βασικοί λόγοι που τα βιολογικά προϊόντα κερδίζουν συνεχώς έδαφος σε όλο τον κόσμο και αποτελούν την προτίμηση κάθε συνειδητοποιημένου καταναλωτή που επιθυμεί την υγιεινή διατροφή και την προστασία του περιβάλλοντος.

Δυστυχώς, στην χώρα μας, παρόλο που οι βιολογικές καλλιέργειες ξεκίνησαν εδώ και 20 χρόνια, δεν αναπτύχθηκαν για διάφορους λόγους στο μέτρο που θα μπορούσαν. Τα στοιχεία λένε ότι η Ελλάδα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά σε παραγωγή και κατανάλωση βιολογικών προϊόντων στην Ευρώπη και εύλογα γεννάται το ερώτημα: Γιατί μέσα στην περίοδο της κρίσης, με δεδομένη όσο ποτέ την αναγκαιότητα εύρεσης οικονομικού διεξόδου στον πρωτογενή τομέα, με δεδομένη την ανάγκη παραγωγής προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία, η παραγωγή βιολογικών προϊόντων αποτελεί μόνο το 4% της εγχώριας γεωργικής παραγωγής;

Οι λόγοι βέβαια είναι αρκετοί θα αναφερθώ όμως επιγραμματικά σε ορισμένους που θεωρώ ότι  είναι οι σημαντικότεροι:

 

  1.    Η αυξημένη τιμή αγοράς των βιολογικών προϊόντων απόρροια του αυξημένου κόστους παραγωγής τους  που σε μια εποχή ιδιαίτερων οικονομικών δυσχερειών δρα αποτρεπτικά για τον επίδοξο καταναλωτή , αποθαρρύνει τον επίδοξο βιοκαλλιεργητή και αναγκάζει αρκετούς από αυτούς που ασχολήθηκαν να επιστρέψουν στον συμβατικό τρόπο καλλιέργειας.
  2.    Η προβληματική έως τώρα υλοποίηση-διαχείριση των γεωργοπεριβαλλοντικών προγραμμάτων που αφορούν ενισχύσεις στην βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία από το αρμόδιο Υπουργείο
  3.    Η μη εφαρμογή θεσμικού πλαισίου για την νομότυπη λειτουργία εξειδικευμένων αγορών παραγωγών βιολογικών προϊόντων  από την πολιτεία
  4.    Η ελλιπής ενημέρωση και εκπαίδευση των καταναλωτών σε θέματα βιολογικής γεωργίας.

 Η τιμή των βιολογικών προϊόντων είναι πιο υψηλή από αυτή των συμβατικών, πράγμα που οφείλεται σε ένα συνδυασμό από παράγοντες οι οποίοι είναι γνωστοί. Οι αποδόσεις αυτών των καλλιεργειών είναι χαμηλότερες σε ποσοστό μεγαλύτερο του 30% από αυτές μίας συμβατική καλλιέργειας και εάν σε αυτό το πρόβλημα της μειωμένης παραγωγής  συμπεριλάβουμε και το επιπρόσθετο κόστους ελέγχου και πιστοποίησης των βιολογικών προϊόντων μαζί με το ιδιαίτερα αυξημένο κόστος παραγωγής  τους, καταλαβαίνουμε που οφείλεται η αλμυρή τιμή τους στην αγορά.

Εδώ έρχεται η πολιτεία να δώσει λύσεις ενισχύοντας τους επίδοξους βιοκαλλιεργητές με μία σειρά μέτρων μέσω του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης με τα λεγόμενα γεωργοπεριβαλλοντικά προγράμματα βιολογική γεωργίας και κτηνοτροφίας δίνοντας οικονομική στήριξη προκειμένου οι δικαιούχοι των προγραμμάτων να αποζημιωθούν για το διαφυγόν εισόδημα και τις πρόσθετες δαπάνες και εν κατακλείδι να μπορέσουν να πουλήσουν σε ποιο ανταγωνίστηκες τιμές. Δυστυχώς, όμως, η θεωρία εν προκειμένω απέχει παρασάγγας από την πράξη , δηλαδή την θλιβερή πραγματικότητα που βιώνουμε. 

Στον Νομό Σερρών, σύμφωνα με στοιχεία της Δ.Α.Ο.Κ, το έτος 2012 εντάχθηκαν 370 άτομα στην βιολογική γεωργία με πάνω από 30.000 στρέμματα και 101 άτομα στην βιολογική κτηνοτροφία με 29.000 ζώα, προσδοκώντας μέσα στην πενταετία που κρατάει το πρόγραμμα να απορροφήσουν πάνω από 13 εκατομμύρια ευρώ. Αυτοί οι παραγωγοί ενώ είναι αναγκασμένοι να τηρούν τις δεσμεύσεις της εφαρμογής του προγράμματος κάθε έτος, με το ανάλογο οικονομικό κόστος, έχουν πληρωθεί μέχρι στιγμής μόνο για το πρώτο έτος ένταξής τους στο πρόγραμμα   βιολογικής κτηνοτροφίας και για τα δύο πρώτα έτη για την βιολογική γεωργία. Η αδιαφορία της πολιτείας είναι δεδομένη καθώς φτάνοντας στην ολοκλήρωση αυτών των προγραμμάτων, εν έτη 2016, οι πληρωμές καθυστερούν χαρακτηριστικά παρά τις αυξημένες πιέσεις εκ μέρους όλων των ενδιαφερομένων συμπεριλαμβανομένου και εμού του ιδίου.

Δεν αρκεί η προσπάθεια των βιοκαλλιεργητών, πρέπει και η Πολιτεία και ειδικά το ΥΠΑΑΤ να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Τα προβλήματα είναι γνωστά, έχουν επισημανθεί επανειλημμένα από τους εμπλεκόμενους φορείς και η αδυναμία της κυβέρνησης να τα διαχειριστεί είναι παροιμιώδης .  

Δεν θα μπορούσε άλλωστε αλλιώς να δικαιολογηθεί και η παντελής αδιαφορία των Κυβερνόντων,  οι οποίοι ηθελημένα κωφεύουν στις εκκλήσεις των οργανωμένων φορέων των βιοκαλλιεργητών που ζητούν εδώ και καιρό να οριστεί από το κράτος μέσω ΚΥΑ, το κανονιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι αγορές των βιολογικών προϊόντων θα μπορούν να λειτουργούν νομότυπα δίνοντας στους παραγωγούς την δυνατότητα οργανωμένα να διαθέτουν οι ίδιοι  καθαρά, ποιοτικά και πιστοποιημένα προϊόντα στους καταναλωτές. Ως επακόλουθο, με την δημιουργία αυτών των αγορών, κατά την γνώμη μου, θα βελτιωθεί αισθητά και το ενδιαφέρον όπως και η ενημέρωση των εν δυνάμει  καταναλωτών. Το συγκεκριμένο πρόβλημα είναι εις γνώση μου και δεσμεύομαι να το παρακολουθήσω βοηθώντας με τα μέσα που διαθέτω στην επίλυσή του.

Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι σε μία χώρα που ο λαός της ασφυκτιά υπό το βάρος δυσβάσταχτων οικονομικών υποχρεώσεων και αντιμετωπίζει πλέον θέμα επιβίωσης, η ενίσχυση-ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα παραγωγής που αποτελούσε και θα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί μία από τις κύριες πλουτοπαραγωγικές πηγές της, είναι μονόδρομος .

Σε αυτή την κατεύθυνση θεωρώ ότι είναι χρέος όλων μας και ειδικότερα της πολιτείας να δούμε σοβαρά τις ευκαιρίες που δημιουργούνται αλλά και τα προβλήματα που δυσχεραίνουν την ανάπτυξη του συγκεκριμένου κλάδου. Το χρέος μας γίνεται ακόμα μεγαλύτερο εάν αναλογιστούμε, εκτός από τις οικονομικές ευκαιρίες και τον πραγματικό στόχο όσων προωθούν ή ασχολούνται με την αειφόρο γεωργία εν γένει. Την διασφάλιση της δημόσιας υγείας και την διαφύλαξη ενός βιώσιμου περιβάλλοντος για τις επόμενες γενιές, τα παιδιά μας.

          

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις