Η απόφαση του ΣτΕ για τις αντικειμενικές αξίες

Δημοσιεύθηκε και επίσημα η απόφαση του ΣτΕ (4446/2015) που αφορά την ισχύ της αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών ακινήτων.
 
Το ΣτΕ με ένα μεγάλο σε έκταση κείμενο ακυρώνει ουσιαστικά την παράληψη της διοίκησης να προβεί στην έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας, ενώ ορίζει ως χρόνο έναρξης της ουσιαστικής ισχύος της απόφασης που υποχρεούται να εκδώσει η Διοίκηση, την 21η Μαΐου 2015.
 
Το σκεπτικό της απόφασης ξεκινά με την περιγραφή των γεγονότων και την αναφορά στις διατάξεις του νόμου 1249/1982 (Α΄ 43) σύμφωνα με τις οποίες ο νομοθέτης αναγνωρίζοντας αφ’ ενός τη μεταβλητότητα των συνθηκών της αγοράς εν γένει και της αγοράς ακινήτων ειδικότερα, οι οποίες επηρεάζουν τις αγοραίες αξίες και αφ’ ετέρου την πιθανότητα σφαλμάτων κατά τον προσδιορισμό της αντικειμενικής αξίας αυτών, εισήγαγε στο σύστημα προσδιορισμού αξιών των ακινήτων συγκεκριμένη μέθοδο που διασφαλίζει τη νόμιμη αξίωση των πολιτών να καταβάλλουν φόρο, ο οποίος να αντιστοιχεί σε πραγματική και όχι σε πλασματική τους περιουσία.  (βλ. άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος).
 
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει το ΣτΕ,  προέβλεψε σύστημα περιοδικής ανά διετία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, βάσει του οποίου οι αντικειμενικώς καθορισθείσες φορολογητέες αξίες πρέπει να ελέγχονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα και να αναπροσαρμόζονται, ώστε να ανταποκρίνονται, κατά το δυνατόν, στις εκάστοτε διαμορφούμενες αγοραίες αξίες.
 
Ειδικότερα, η Διοίκηση οφείλει εντός της άνω διετούς προθεσμίας ή, πάντως, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την πάροδο αυτής, να επανελέγχει τις υφιστάμενες αντικειμενικές αξίες, σύμφωνα με τα πορίσματα των κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 επιτροπών, και να τις αναπροσαρμόζει, όπου συντρέχει λόγος.
 
Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή α) δεν προβεί στην έναρξη της προβλεπόμενης στο νόμο διαδικασίας και στην εκτίμηση, βάσει των πορισμάτων των άνω επιτροπών, περί της ανάγκης ή μη αναπροσαρμογής ή β) δεν αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες, όπου προκύπτει αναντιστοιχία αυτών προς τις αγοραίες, εντός της διετίας ή εντός εύλογου χρόνου μετά την πάροδο αυτής, παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982.
Στην συνέχεια παραθέτει και κομμάτι του σκεπτικού της απόφασης ΣτΕ 4003/2014, παραθέτοντας όλες τις σχετικές αποφάσεις αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών που έχουν δημοσιευθεί από την φορολογική διοίκηση  μέχρι το 2007.
 
Το ΣτΕ αναφέρεται επίσης και στην περίοδο της κρίσης, και το πως αυτή έχει επηρεάσει τις τιμές των ακινήτων, ενώ ταυτόχρονα παραθέτει και τις αιτιάσεις της φορολογικής διοίκησης για την παράλειψη αναπροσαρμογής αυτών μετά το 2007.
 
Η φορολογική διοίκηση και συγκεκριμένα η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών και Στέγασης της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, απάντησε ότι λόγω του μεγάλου όγκου της εργασίας (1.770 οικισμοί, Δήμοι και Κοινότητες) καθυστέρησε η ολοκλήρωση του έργου των επιτροπών, με συνέπεια να μην έχει πλήρως ολοκληρωθεί μέχρι τον Μάρτιο του 2012, οπότε διατυπώθηκαν σχετικοί όροι στο μνημόνιο, ενώ, λόγω της ειδικής οικονομικής κατάστασης της Χώρας από το 2010 και της επακόλουθης αστάθειας στην κτηματαγορά, οι αξίες των ακινήτων υφίσταντο συνεχή μεταβολή που δεν ήταν δυνατό να αποτυπωθεί στις εισηγήσεις των επιτροπών, ενόψει και του μεγάλου χρονικού διαστήματος που είχε μεσολαβήσει από την έναρξη της διαδικασίας, αλλά και της έλλειψης επαρκών στοιχείων αγοραπωλησιών ακινήτων συνεπεία της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας.
 
Πρόσθεσε επίσης ότι για να επιτευχθεί η αξιόπιστη απεικόνιση των αγοραίων αξιών θα πρέπει η αγορά να βρίσκεται υπό ομαλές συνθήκες και όχι σε κρίση και να υπάρχει επαρκές και αξιόπιστο δείγμα στοιχείων αγοραπωλησιών, προϋποθέσεις που δεν ισχύουν λόγω της οικονομικής συγκυρίας και του άμεσου αντίκτυπου που αυτή είχε στην αγορά ακινήτων. Ειδικότερα, κατά τη Διοίκηση, η αστάθεια στην αγορά ακινήτων και η έλλειψη κινητικότητας έχει ως συνέπεια να μην υπάρχει ικανοποιητικό και αντιπροσωπευτικό δείγμα αγοραπωλησιών, όπως σε κανονικές συνθήκες, όπου οι τιμές διέπονται από τον κανόνα της αγοράς και της ζήτησης, η ρευστή δε και αβέβαιη αυτή κατάσταση δεν επιτρέπει την προσέγγιση των πραγματικών τιμών των ακινήτων και τον προσδιορισμό νέων περισσότερο αξιόπιστων αντικειμενικών αξιών· ως εκ τούτου, η απόπειρα αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, καθίσταται επισφαλής, διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην εκπληρώνεται ο στόχος της επικαιροποίησης των τιμών για αξιόπιστη και δίκαιη προσέγγιση των τιμών της αγοράς.
 
Το ΣτΕ δεν δέχθηκε τις αιτιάσεις της φορολογικής διοίκησης με το παρακάτω σκεπτικό :
 
10. Επειδή, περαιτέρω, κρίθηκαν τα ακόλουθα: υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η Διοίκηση, παρά την υποχρέωσή της να προβεί εντός διετίας στην επανεκτίμηση των καθορισμένων το έτος 2007 αντικειμενικών αξιών, δεν προέβη εντός της ως άνω προθεσμίας στις ενέργειες για την έναρξη της διαδικασίας ελέγχου των αξιών αυτών, κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 41 του ν. 1249/1982.
 
Η δε έναρξη της διαδικασίας μόλις το έτος 2010 δεν απέληξε σε έκδοση απόφασης περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, παρά την πιθανολογούμενη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, πτωτική μεταβολή στις αγοραίες αξίες των ακινήτων, με αποτέλεσμα να υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των αξιών αυτών και των αντικειμενικών αξιών, επί των οποίων υπολογίζονται οι φορολογικές επιβαρύνσεις στην ακίνητη περιουσία. Η αναντιστοιχία αυτή και η ανάγκη αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, ώστε να ανταποκρίνονται στις πραγματικές αξίες της αγοράς αποτυπώνεται και στις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στα λεγόμενα «Μνημόνια», όπως παρατίθενται στο έγγραφο απόψεων της Διοίκησης, το πρώτο από τα οποία (Μάρτιος 2012) όρισε ότι μέχρι τον Ιούνιο του 2012 έπρεπε να αναπροσαρμοστούν οι αντικειμενικές αξίες, ενώ το τελευταίο (Απρίλιος 2014) καθόρισε διαδικασία ενεργειών που θα οδηγήσει τελικώς τον Ιανουάριο του 2017 σε ευθυγράμμιση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων προς τις αγοραίες.
 
Παρά τη διαπίστωση αυτή, η Διοίκηση συνέχισε να εισπράττει τις υφιστάμενες κατά το χρόνο ισχύος των αντικειμενικών αξιών έτους 2007 φορολογικές επιβαρύνσεις επί της ακίνητης περιουσίας, αλλά και να επιβάλλει νέες, χωρίς να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες σύμφωνα με την προηγουμένως εκτιθέμενη υποχρέωσή της. Και προβάλλει μεν η Διοίκηση ότι υφίσταται αντικειμενική αδυναμία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών λόγω της οικονομικής κρίσης, η οποία δημιούργησε αστάθεια στην αγορά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαρκές και αξιόπιστο δείγμα αγοραπωλησιών που να επιτρέπει την αξιόπιστη και δίκαιη προσέγγιση των τιμών της αγοράς. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις μνημονευθείσες στην όγδοη σκέψη κανονιστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 41 του ν. 1249/1982, η Διοίκηση προέβη σε ένταξη νέων περιοχών στο αντικειμενικό σύστημα (4.489 οικισμοί σε διάφορους δήμους της Χώρας) και καθορισμό των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων σε αυτές, με ισχύ από 1.1.2011, δηλαδή εν μέσω οικονομικής κρίσης, ενώ με την απόφαση ΠΟΛ.1156/28.6.2013 προσδιόρισε τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων σε ζώνες της Δημοτικής Κοινότητας Ψυχικού για την ίδια χρονική περίοδο.
 
Η αλλεπάλληλη δε παράταση των προθεσμιών αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών με τα Μνημόνια δεν αποδεικνύει αδυναμία αναπροσαρμογής αυτών, λόγω ανυπαρξίας επαρκών και αξιόπιστων στοιχείων, αλλά καθυστέρηση στη δημιουργία κατάλληλου πλαισίου συλλογής και επεξεργασίας των απαραίτητων δεδομένων για την ανεύρεση των αγοραίων τιμών των ακινήτων, καθυστέρηση η οποία, πάντως, δεν δύναται να αποβεί σε βάρος των φορολογουμένων ούτε να δικαιολογήσει τη συνεχιζόμενη επιβολή φορολογικών βαρών βάσει αντικειμενικών αξιών που δεν ανταποκρίνονται στις αγοραίες.
 
 
Eν όψει των ανωτέρω, υφίσταται παράνομη παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας. Η παράλειψη αυτή συντελέστηκε με την πάροδο εύλογου χρόνου από την παρέλευση διετίας από την αναπροσαρμογή των τιμών του έτους 2007.
Επειδή, η ΣτΕ 4003/2014 απόφαση της Ολομέλειας επιδόθηκε στο Δημόσιο στις 20.11.2014, όπως προκύπτει από το Ε 1055/2014 αποδεικτικό της Επιμελήτριας του Δικαστηρίου …. Συνεπώς, η - κατ’ εξαίρεση παρασχεθείσα, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη - εξάμηνη προθεσμία, εντός της οποίας η Διοίκηση όφειλε να εκδώσει απόφαση  αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας έληξε στις 21.5.2015. Η Διοίκηση όμως δεν εξέδωσε απόφαση αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών ούτε μέχρι την ημερομηνία αυτή ούτε και μεταγενέστερα.
 
 
Τέλος το ΣτΕ καταλήγει :
 
α) ενόψει όσων εκτέθηκαν ανωτέρω,
 
β) ενόψει του ότι προσκομίστηκε από το Δημόσιο σχέδιο νομοσχεδίου, με τις διατάξεις του οποίου καθορίζονται μεταβατικές τιμές προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων και, ειδικότερα, νέες τιμές ζώνης και νέοι συντελεστές εμπορικότητας, γεγονός που υποδηλώνει την, κατ’ αρχήν, δυνατότητα συμμόρφωσης προς την 4003/2014 απόφαση του Δικαστηρίου· το νομοσχέδιο όμως τούτο δεν προωθήθηκε προς ψήφιση,
 
γ) ενόψει του ότι Διοίκηση έχει υπόψη της, όπως προκύπτει από τη μνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 3 του ν. 4336/2015, ότι, έως τον Οκτώβριο του 2015, ήταν πιθανή η αναθεώρηση των ζωνών αντικειμενικών αξιών για τα ακίνητα. Κατόπιν τούτων, η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας πρέπει να ακυρωθεί.
και
 
-Ακυρώνει την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
 
-Ορίζει χρόνο έναρξης της ουσιαστικής ισχύος της απόφασης που υποχρεούται να εκδώσει η Διοίκηση την 21η Μαΐου 2015.
 
 
 
 
Πηγή: taxheaven.gr
 

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις