Η καλλιέργεια σιτηρών, όπως το σιτάρι και η σίκαλη, χάνει ραγδαία τη δημοτικότητά της στη Ρωσία, καθώς οι αγρότες μειώνουν σημαντικά τις σπαρμένες εκτάσεις λόγω χαμηλής κερδοφορίας και δυσμενών συνθηκών στην αγορά. Όλο και περισσότεροι παραγωγοί στρέφονται σε πιο επικερδείς καλλιέργειες, όπως οι ελαιούχοι σπόροι (ηλίανθος, ελαιοκράμβη) και τα όσπρια, προκειμένου να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεών τους.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της ρωσικής εφημερίδας Kommersant, η τάση αυτή, σε συνδυασμό με τη μείωση της ποιότητας των καλλιεργειών και τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ενδέχεται να οδηγήσει σε μείωση της συγκομιδής σιτηρών το 2025, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει τη θέση της Ρωσίας στις παγκόσμιες αγορές αγροτικών προϊόντων.
Ο Αντρέι Σίζοφ, διευθυντής του αναλυτικού κέντρου SovEcon, εκτιμά ότι οι εκτάσεις που θα σπαρούν με σιτάρι το 2025 θα περιοριστούν στα 28,2 εκατ. εκτάρια, μειωμένες κατά 300.000 εκτάρια σε σχέση με πέρυσι. Ο Ντμίτρι Κράσνοφ της Rexoft Consulting προβλέπει ακόμη μεγαλύτερη μείωση, στα 27,4 εκατ. εκτάρια (πτώση 4%), ενώ ο Ντμίτρι Ρίλκο, γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Μελετών Αγροτικών Αγορών, σημειώνει ότι οι εκτάσεις χειμερινού σιταριού έχουν ήδη μειωθεί κατά 500.000 εκτάρια το τελευταίο έτος.
Η πτωτική αυτή πορεία ξεκίνησε από το 2024, όταν –σύμφωνα με τη Rosstat– το μερίδιο του σιταριού στη συνολική καλλιεργήσιμη έκταση μειώθηκε από 36,5% σε 35,4%, απελευθερώνοντας 1,2 εκατ. εκτάρια. Ο κύριος λόγος είναι η χαμηλή κερδοφορία: στη νότια Ρωσία φθάνει μόλις στο 5–10%, ενώ στην περιοχή του Βόλγα είναι αρνητική, εξαιτίας των εξαγωγικών δασμών, των ποσοστώσεων, των χαμηλών διεθνών τιμών και της ενίσχυσης του ρουβλίου.
Η εσωτερική ζήτηση για σιτηρά παραμένει στάσιμη. Ο Κράσνοφ αναφέρει ότι τα βοοειδή μειώνονται, οι επενδύσεις στον κλάδο κρέατος και γαλακτοκομικών είναι περιορισμένες και οι ζωοτροφές βασίζονται όλο και λιγότερο στα σιτηρά. Ο Αντρέι Νεντούζκο, γενικός διευθυντής του γεωργικού ομίλου Steppe, σημειώνει ότι η μέση κερδοφορία των καλλιεργειών, π.χ. στην περιφέρεια Ροστόφ, δεν ξεπέρασε το 14% πέρυσι, λόγω της ανόδου του κόστους για καύσιμα, λιπάσματα, σπόρους, φυτοπροστασία και εξυπηρέτηση δανείων.
Ορισμένες επιχειρήσεις, όπως η Lazarevskoye, εγκαταλείπουν εντελώς τα εμπορεύσιμα σιτηρά, καθώς τα οικονομικά τους αποτελέσματα είναι ασταθή. Η επικεφαλής του ομίλου, Κριστίνα Ρομάνοφσκαγια, δηλώνει ότι η πώληση σιταριού με προστιθέμενη αξία –π.χ. ως ζωοτροφή ή σπόρος σποράς– είναι πιο αποδοτική. Ο όμιλος Progress Agro προσθέτει ότι η επεξεργασία (π.χ. η παραγωγή αλευριού) μπορεί να αυξήσει την κερδοφορία του σιταριού από το 0% στο 12%.
Δεν είναι μόνο το σιτάρι που υποχωρεί. Ο Ρίλκο επισημαίνει μειώσεις και στην καλλιέργεια κριθαριού και φαγόπυρου, ενώ ο Κράσνοφ αναφέρει αντίστοιχη πτώση και στο καλαμπόκι. Η σίκαλη σχεδόν εξαφανίζεται: από 1,8 εκατ. εκτάρια (2,3%) το 2010, περιορίστηκε σε μόλις 600.000 εκτάρια (0,8%) το 2024, σημειώνοντας ετήσια μείωση 21,5%. Η Ρομάνοφσκαγια εξηγεί ότι η σίκαλη χρησιμοποιείται μόνο εγχωρίως, για αλεύρι και οινοπνευματώδη, ενώ η χρήση της ως ζωοτροφή έχει εγκαταλειφθεί. Οι εξαγωγές της περιορίστηκαν μετά το 2022, εξαιτίας του κλεισίματος των σκανδιναβικών αγορών.
Αντιθέτως, οι ελαιούχες καλλιέργειες κερδίζουν έδαφος λόγω υψηλότερης κερδοφορίας. Ο Κράσνοφ προβλέπει αύξηση 5,5% στις σχετικές σπαρμένες εκτάσεις, φτάνοντας τα 20 εκατ. εκτάρια. Ο ηλίανθος ενδέχεται να φθάσει τα 10–11 εκατ. εκτάρια (από 9,8), η σόγια τα 4,5–4,6 εκατ. (από 4,3) και η ελαιοκράμβη σε ιστορικό υψηλό των 3 εκατ. εκταρίων (από 2,7). Σύμφωνα με το Κέντρο Τομεακής Εμπειρογνωμοσύνης της Rosselkhozbank, οι ελαιούχες καλλιέργειες θα καλύπτουν το 24% των συνολικών εκτάσεων. Αύξηση παρατηρείται και στο λινάρι ελαίου, κατά 258.000 εκτάρια.
Παρά τους υψηλούς εξαγωγικούς δασμούς, ο ηλίανθος παραμένει κερδοφόρος, καθώς οι τιμές του ρωσικού ελαίου είναι χαμηλότερες από τις διεθνείς, γεγονός που επιτρέπει την αύξηση της αξίας του σπόρου. Η SovEcon καταγράφει αύξηση 43,4% στην τιμή του ηλίανθου, στα 39.200 ρούβλια ανά τόνο. Η Ρομάνοφσκαγια επισημαίνει ότι η ζήτηση για ελαιοκράμβη και ηλίανθο ενισχύεται λόγω της παραγωγής βιοκαυσίμων και ζωοτροφών.
Παράλληλα, οι αγρότες επεκτείνουν την καλλιέργεια οσπρίων, όπως φακές, ρεβίθια (αύξηση 40% για την Steppe) και αρακά (αύξηση 10%), αλλά και ειδικών καλλιεργειών όπως μουστάρδα, κεχρί και σόργο, που είναι ανθεκτικά στην ξηρασία.
Ωστόσο, η αλλαγή στη δομή των καλλιεργειών έχει όρια. Ο Κράσνοφ επισημαίνει ότι η μετάβαση απαιτεί επενδύσεις σε σπόρους, εξοπλισμό και αποθήκευση, κάτι που δεν είναι εφικτό για όλους. Η μονοκαλλιέργεια ηλίανθου, για παράδειγμα, εξαντλεί τα εδάφη και πρέπει να σπείρεται μία φορά κάθε 6–7 χρόνια, όπως εξηγεί η Ρομάνοφσκαγια. Ο Νεντούζκο αναφέρει ότι σε πολλές περιοχές τίθενται περιορισμοί για την προστασία της γονιμότητας των εδαφών.
Οι προβλέψεις για τη συγκομιδή είναι απαισιόδοξες. Η SovEcon εκτιμά ότι η παραγωγή σιταριού το 2025 θα ανέλθει στους 81 εκατ. τόνους, από 82,6 εκατ. το 2024 και 92,8 εκατ. το 2023. Η μείωση στις δαπάνες για λιπάσματα και φυτοπροστασία καθιστά τις καλλιέργειες ευάλωτες σε παγετούς και ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως ξηρασία στον νότο και υπερβολικές βροχοπτώσεις στη Σιβηρία. Η Αλμπίνα Κοριαγκίνα σημειώνει ότι έως τα τέλη Μαρτίου, το 13% των χειμερινών καλλιεργειών κατατάχθηκε ως "ασθενές", αυξάνοντας τον κίνδυνο για χαμηλές αποδόσεις.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις