Δασμολογική εκεχειρία ΗΠΑ–ΕΕ: Συμφωνία πλαίσιο με δασμούς 15%

Μια συμφωνία–πλαίσιο για την επανεκκίνηση των εμπορικών σχέσεων Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωσαν χθες ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, μετά τη συνάντησή τους στο ιδιωτικό θέρετρο γκολφ του Αμερικανού προέδρου στη Σκωτία. Αν και το περιεχόμενο της συμφωνίας αφήνει σημαντικά κεφάλαια ανοιχτά, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε γενικό δασμό 15% στα εμπορικά αγαθά, με εξαίρεση τον χάλυβα και το αλουμίνιο, τα οποία παραμένουν στο υψηλότερο καθεστώς του 50%.

«Τα καταφέραμε», δήλωσε ο πρόεδρος Τραμπ, υπογραμμίζοντας ότι είχε απειλήσει με δασμό 30% σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων. Αντίστοιχα, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έκανε λόγο για μια συμφωνία που θα «επαναφέρει την ισορροπία και τη σταθερότητα στις διατλαντικές σχέσεις», παραδεχόμενη για πρώτη φορά δημοσίως ότι υπήρχε ανισορροπία στις εμπορικές σχέσεις ΕΕ–ΗΠΑ.

Η συμφωνία προβλέπει επίσης στρατηγικές δεσμεύσεις από την ευρωπαϊκή πλευρά, με την ΕΕ να επενδύει 750 δισ. δολάρια στην αμερικανική ενέργεια και να προχωρά σε πρόσθετες επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες, ποσά που αναλυτές εκτιμούν πως θα διοχετευτούν κυρίως στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας.

Η συμφωνία ωστόσο παραμένει προκαταρκτική. Όπως συνέβη και με το μεταβατικό εμπορικό σχήμα ΗΠΑ–Ηνωμένου Βασιλείου, πολλά σημεία θα καθοριστούν σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Παρά ταύτα, η ανακοίνωση ερμηνεύεται ως σημαντική αποκλιμάκωση των τεταμένων εμπορικών σχέσεων, που είχαν ενταθεί κατά τα προηγούμενα χρόνια με αλλεπάλληλα αντίποινα και μονομερείς επιβολές δασμών.

 

Το 2024, η ΕΕ αντιπροσώπευε 610 δισεκατομμύρια δολάρια από τα 3,3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε συνολικές εισαγωγές των ΗΠΑ, καθιστώντας την τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Ουάσιγκτον. Αντίστοιχα, για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, η πρόσβαση στην αμερικανική αγορά αποτελεί πυλώνα των εξαγωγικών τους στρατηγικών.

Παρά τη θετική δυναμική, σημαντικές αβεβαιότητες σκιάζουν τρία κομβικά πεδία της συμφωνίας: τα γεωργικά προϊόντα, τη βιομηχανία αυτοκινήτων και τα φαρμακευτικά σκευάσματα. Τα ζητήματα αυτά, που παραμένουν άλυτα, προκαλούν έντονο προβληματισμό στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, καθώς αγγίζουν νευραλγικούς τομείς των εθνικών οικονομιών και της κοινωνικής συνοχής. Η Ουάσιγκτον επιδιώκει ευρύτερη πρόσβαση για αγροτικά προϊόντα με τεχνολογίες και πρακτικές ασύμβατες με το ευρωπαϊκό πλαίσιο κανονισμών, ενισχυμένη παρουσία αμερικανικών οχημάτων στη γηραιά ήπειρο και, κυρίως, αναθεώρηση της δασμολογικής μεταχείρισης των ευρωπαϊκών φαρμάκων, με τον Τραμπ να απειλεί ακόμη και με δασμούς ύψους 200%. Οι εν εξελίξει διαπραγματεύσεις αναμένεται να κρίνουν όχι μόνο το εμπορικό ισοζύγιο των δύο πλευρών, αλλά και τη στρατηγική κατεύθυνση της ευρωατλαντικής σχέσης στην επόμενη δεκαετία.

Η συμφωνία, έστω και σε προκαταρκτική μορφή, αναμένεται να αναδιαμορφώσει το γεωοικονομικό τοπίο του Ατλαντικού. Όμως, η ισορροπία που διαφημίζουν οι δύο ηγέτες δύσκολα θα επιτευχθεί χωρίς σαφείς ρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, ιδίως όταν ο δασμός 15% είναι υψηλότερος από αυτόν που επιβάλλεται στα βρετανικά προϊόντα (10%) και υπερβαίνει τις αρχικές επιδιώξεις των Βρυξελλών.

Αναλυτές προειδοποιούν ότι η συνδυασμένη επιβάρυνση των εξαγωγών και η επιλεκτική μεταχείριση κρίσιμων προϊόντων (όπως χάλυβας, γεωργικά και φάρμακα) ενδέχεται να εντείνουν τις ανισότητες στην ενιαία αγορά της ΕΕ και να προκαλέσουν νέα ρήγματα μεταξύ των κρατών-μελών.

Η ιστορική συνάντηση στη Σκωτία δεν έκλεισε έναν κύκλο· άνοιξε έναν νέο. Παρά τη μείωση των δασμών και τη δέσμευση για επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων, η συμφωνία φέρει τα χαρακτηριστικά μιας εύθραυστης εκεχειρίας παρά μιας στρατηγικής επανατοποθέτησης. Το πραγματικό πεδίο διαπραγμάτευσης μόλις τώρα ξεδιπλώνεται, με τους πιο δύσκολους όρους  γεωργικά, φαρμακευτικά και βιομηχανικά  να παραμένουν στο τραπέζι. Οι δασμοί μπορεί να μειώθηκαν, αλλά οι αβεβαιότητες που αφήνει πίσω της η συμφωνία είναι αυτές που θα καθορίσουν το μέλλον των διατλαντικών σχέσεων.

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις