Κριτήρια αναγνώρισης Οργανώσεων Παραγωγών του τομέα των οπωροκηπευτικών

 

Καθορισμός των αναγκαίων συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 347, της 20.12.2013, σ. 671), (ΕΕ) αριθ. 2017/891 της Επιτροπής (ΕΕ L 138, της 25.5.2017, σ. 4) και (ΕΕ) αριθ. 2017/892 της Επιτροπής (ΕΕ L 138, της 25.5.2017, σ. 57), σχετικά με τα κριτήρια αναγνώρισης Οργανώσεων Παραγωγών του τομέα των οπωροκηπευτικών και την Εθνική Στρατηγική για βιώσιμα Επιχειρησιακά Προγράμματα στον τομέα των Οπωροκηπευτικών. 

Άρθρο 2

Εθνική στρατηγική

1. Η πολιτική που διαμορφώνεται μέσα από την εθνική στρατηγική εστιάζεται σε τρεις βασικούς άξονες:

α. Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και καλύτερος προσανατολισμός του τομέα των οπωροκηπευτικών στην αγορά, ώστε να συμβάλει στην επίτευξη βιώσιμης παραγωγής, η οποία θα είναι ανταγωνιστική τόσο στην αγορά της E.E. όσο και εκτός.

β. Βελτίωση της ελκυστικότητας των Οργανώσεων Παραγωγών.

γ. Συνέχιση των προσπαθειών που καταβάλει ήδη ο τομέας για τη διατήρηση και την προστασία του περιβάλλοντος.

2. Η διάρκεια της εθνικής στρατηγικής καθορίζεται σε εννέα έτη (2018-2027).

3. Διάρθρωση της παραγωγής και εισόδημα:

(1) Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις που καταλαμβάνει η φυτική παραγωγή στη Χώρα μας ανέρχονται σε 5.238.847 εκτάρια περίπου, εκ των οποίων 336.483 εκτάρια καλλιεργούνται με οπωροκηπευτικά (στοιχεία Eurostat, τριετία 2013-2015).

(2) Η μέση αξία των προϊόντων φυτικής παραγωγής ανέρχεται σε 6.590 εκ. € (στοιχεία Eurostat, τριετία 2013-15, τιμές παραγωγού) εκ των οποίων 3.119,68 εκ. € περίπου είναι η αξία των οπωροκηπευτικών.

(3) Οργάνωση του τομέα

Τα σχετικά στοιχεία της τριετίας 2013-15 δείχνουν ότι ο βαθμός οργάνωσης ανέρχεται περίπου σε 10% (στοιχεία ΥΠΑΑΤ/ Δ/νση Συστημάτων Καλλιέργειας και Προΐόντων Φυτικής Παραγωγής), μέσος όρος της τριετίας 2013-15).

Αναλυτικά κατά την τριετία 2013-15:

Λειτούργησαν στη χώρα μας κατά μέσο όρο 129 αναγνωρισμένες Οργανώσεις Παραγωγών οι οποίες διακίνησαν οπωροκηπευτικά αξίας περίπου 329 εκ. €.

Από τις 129 Οργανώσεις Παραγωγών, 71 υλοποίησαν επιχειρησιακά προγράμματα.

(4) Διαρθρωτικά χαρακτηριστικά εκμεταλλεύσεων:

Τα βασικότερα διαρθρωτικά προβλήματα του τομέα σχετίζονται με την παραγωγή όπου παρατηρείται:

α. Μικρό μέγεθος εκμεταλλεύσεων.

β. Απολυταρχισμός, δηλαδή μικρά αγροτεμάχια τα οποία μπορεί να είναι απομακρυσμένα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να μην είναι αποτελεσματική η χρήση των συντελεστών παραγωγής.

γ. Οικογενειακής μορφής εκμεταλλεύσεις.

δ. Ανεπαρκείς αποθηκευτικοί χώροι.

ε. Μη ικανοποιητική υποδομή των μεταποιητικών μονάδων.

(5) Εκπαίδευση κατάρτιση απασχολουμένων στον τομέα:

H παροχή εξειδικευμένων συμβουλών για την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων, προϊόντων ολοκληρωμένης διαχείρισης, βιολογικής παραγωγής και γενικότερα προϊόντων που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς και συμβάλουν στην προστασία του περιβάλλοντος, θα βελτιώσουν σημαντικά την ανταγωνιστικότητα του τομέα

(6) Ανταγωνιστικότητα:

Το αυξημένο κόστος παραγωγής λόγω της παγκόσμιας αύξησης των εισροών θα επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα του τομέα και την δυνατότητα προώθησης σε ξένες αγορές λόγω και της αύξησης του κόστους μεταφοράς.

Η διατήρηση των υφισταμένων αγορών και η εξεύρεση νέων θα είναι βασική επιδίωξη για τον τομέα των οπωροκηπευτικών.

(7) Ισχυρά - ασθενή σημεία της υφιστάμενης κατάστασης

1. Ισχυρά σημεία:

1.1 Δυνατότητα παραγωγής προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας αξιοποιώντας τη βιολογική μέθοδο παραγωγής και την ολοκληρωμένη διαχείριση.

1.2 Κατάλληλες εδαφοκλιματικές συνθήκες για την παραγωγή οπωροκηπευτικών αρίστης ποιότητας.

1.3 Σημαντική συμβολή των οπωροκηπευτικών στην ανθρώπινη υγεία.

1.4 Σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων σχετίζονται με τον τομέα με ισχυρή παρουσία στην παγκόσμια αγορά.

1.5 Ικανοποιητική ποιότητα υδάτων.

1.6 Σημαντική θέση του τομέα στην ελληνική οικονομία.

2. Ασθενή σημεία:

2.1 Μικρό μέγεθος εκμεταλλεύσεων.

2.2 Υστέρηση στην υιοθέτηση καινοτομιών.

2.3 Χαμηλό επίπεδο ενημέρωσης των απασχολουμένων στον τομέα καθώς και περιορισμένη πρόσβαση σε συμβουλευτικές υπηρεσίες.

2.4 Μεγάλη απόσταση από τα καταναλωτικά κέντρα της ΕΕ.

2.5 Χαμηλή οργάνωση του τομέα.

2.6 Μη ορθολογική χρήση του αρδευτικού νερού με προβλήματα υφαλμύρωσής του σε ορισμένες περιοχές.

2.7 Περιορισμένες δυνατότητες των παραγωγών για βελτίωση και εκσυγχρονισμό των εκμεταλλεύσεών τους.

2.8 Υψηλό κόστος για τις μεταφορές

3. Ευκαιρίες:

3.1 Αξιοποίηση των κοινοτικών ενισχύσεων μέσω των επιχειρησιακών προγραμμάτων.

3.2 Αξιοποίηση των κατάλληλων εδαφοκλιματικών συνθηκών για παραγωγή βιολογικών προϊόντων.

3.3 Ανάπτυξη μηχανισμών διάδοσης της τεχνογνωσίας, καινοτομιών και πληροφόρησης στον πρωτογενή τομέα

3.4 Διατήρηση των αγορών των προϊόντων και πρόσβαση σε νέες αγορές.

3.5 Αυξημένη ζήτηση για προϊόντα υψηλής ποιότητας.

3.6 Περαιτέρω βελτίωση του τεχνολογικού εξοπλισμού για τον έλεγχο της ποιότητας, ασφάλειας και υγιεινής των προϊόντων.

4. Απειλές:

4.1 Αύξηση του ανταγωνισμού με την περαιτέρω απελευθέρωση του εμπορίου.

4.2 Διακύμανση των τιμών χρήσης ενέργειας.

4.3 Αύξηση των τιμών των εισροών στις καλλιέργειες και ιδιαίτερα των λιπασμάτων.

4.4 Ανεπαρκείς δομές του εμπορικού δικτύου.

4.5 Υψηλός κίνδυνος διάβρωσης των εδαφών λόγω ερημοποίησης.

Η ανάλυση των ισχυρών - ασθενών σημείων του τομέα που αφορούν το εσωτερικό περιβάλλον της Χώρας και οι ευκαιρίες - απειλές που αφορούν το εξωτερικό περιβάλλον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το μίγμα πολιτικής θα πρέπει να αποτελείται από ένα συνδυασμό πολιτικών που προκύπτουν από τους συνδυασμούς των ισχυρών - ασθενών σημείων και των ευκαιριών και απειλών που αντιμετωπίζει ο τομέας.

Ο στόχος είναι να επιτευχθεί το μοντέλο της «επιχειρηματικής γεωργίας» στο επίπεδο της εμπορίας, παράλληλα με το μοντέλο της «οικογενειακής γεωργίας» που αξιοποιεί το οικογενειακό εργατικό δυναμικό και συμβάλλει στην τοπική οικονομία, η διατήρηση του όγκου και της αξίας του τομέα και η συνέχιση της προσπάθειας για την προστασία του περιβάλλοντος.

Άρθρο 5

Γενικά       

Ένας από τους στόχους προτεραιότητας του 7ου Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον - Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας - είναι η Προστασία, Διατήρηση και Ενίσχυση του Φυσικού Κεφαλαίου της Ένωσης.

Η ευημερία της Ελλάδας στηρίζεται στο φυσικό της κεφάλαιο, στην πλούσια βιοποικιλότητά της δηλαδή, συμπεριλαμβανομένων των οικοσυστημάτων που παρέχουν βασικά αγαθά και υπηρεσίες, στα γόνιμα εδάφη, στις παραγωγικές χερσαίες και θαλάσσιες εκτάσεις, στα γλυκά ύδατα καλής ποιότητας, στην πανίδα και χλωρίδα, στον αέρα και στην ποικιλομορφία των τοπίων της.

Δεδομένου ότι η γεωργία και η δασοκομία αντιπροσωπεύουν μαζί το 51 % της κάλυψης των εδαφικών εκτάσεων της Ελλάδας (Έκθεση «Ελλάδα - η Κατάσταση του Περιβάλλοντος, SOER 2015 - Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης), διαδραματίζουν για τον λόγο αυτό πρωταρχικό ρόλο στην διατήρηση των φυσικών πόρων, ιδιαίτερα της καλής ποιότητας των υδάτων και του εδάφους καθώς και της βιοποικιλότητας και της ποικιλομορφίας των τοπίων.

Για την προστασία, διατήρηση και ενίσχυση των φυσικών πόρων της Χώρας απαιτείται πληρέστερη ενσωμάτωση στόχων για το φυσικό κεφάλαιο στην εφαρμογή άλλων πολιτικών, όπως της πολιτικής του τομέα της γεωργίας για την αποκόμιση αμοιβαίων οφελών στον τομέα του περιβάλλοντος. Μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, προωθούνται γεωργικές πρακτικές στα πλαίσια μιας αειφόρου ανάπτυξης της γεωργίας με στόχο την προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος.

Σύμφωνα με τα παραπάνω έγινε ο σχεδιασμός του Εθνικού Πλαισίου για τις περιβαλλοντικές δράσεις στον τομέα των οπωροκηπευτικών, που καθορίζει τους γενικούς όρους για την υλοποίησή τους, στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων των οργανώσεων παραγωγών.

Η επιλογή των δράσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Πλαίσιο έγινε λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες εδαφοκλιματικές και περιβαλλοντικές συνθήκες της Χώρας μας. Βασίστηκε επίσης στον προσδιορισμό των αναγκών και πιέσεων που ασκούνται στους φυσικούς πόρους από τις γεωργικές δραστηριότητες. Πιο αναλυτικά γίνεται αναφορά στα:

ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ

Η Ελλάδα λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των τοπογραφικών και κλιματικών της χαρακτηριστικών, χαρακτηρίζεται από πλούσια βιοποικιλότητα, από τις υψηλότερες σε μεσογειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Συνολικά οι περιοχές Natura 2000 καλύπτουν το 27,3 % (Π.Α.Α. 2014-2020) της συνολικής έκτασης της Χώρας.

Σύμφωνα με την Έκθεση «Ελλάδα - η Κατάσταση του Περιβάλλοντος 2015 (SOER 2015) του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης, κατά προσέγγιση το 50% της χρησιμοποιούμενης έκτασης από την γεωργία είναι υψηλής φυσικής αξίας (Υ.Φ.Α.) ενώ έχουν καταγραφεί στην Χώρα 6.200 ενδημικά είδη.

Η χαμηλής έντασης γεωργία, που αποτελεί χαρακτηριστικό των εκτάσεων Υψηλής Φυσικής Αξίας, έχει συμβάλλει στην δημιουργία ενός μωσαϊκού τοπίων και ενδιαιτημάτων μεγάλου αριθμού ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Στις περιοχές αυτές, η διατήρηση της βιοποικιλότητας συνδέεται άρρηκτα με τη γεωργική δραστηριότητα. Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι εκτάσεις αυτές είναι η πιθανή εγκατάλειψη της γεωργικής δραστηριότητας με ταυτόχρονη απώλεια σημαντικών οικοσυστημικών υπηρεσιών, όπως η ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων, η επικονίαση, ο βιολογικός έλεγχος επιβλαβών οργανισμών και απώλεια γενετικού υλικού.

Αντίθετα, η εντατική μορφή της γεωργίας με χρήση αυξημένων εισροών (νερού, λιπασμάτων, φυτοπροστατευτικών ουσιών) οδηγεί σε μείωση της βιοποικιλότητας και υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων και των υπηρεσιών των οικοσυστημάτων.

Η μη σημειακή ρύπανση των επιφανειακών υδάτων, λόγω αλόγιστης χρήσης λιπασμάτων και φυτοπραστατευτικών ουσιών αποτελεί κύρια αιτία υποβάθμισης των υγροτόπων ως οικοσυστημάτων.

ΕΔΑΦΟΣ

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το έδαφος είναι η ερημοποίησή του λόγω διάβρωσης. Η διάβρωση του εδάφους οφείλεται μεταξύ άλλων και στην υιοθέτηση αδόκιμων καλλιεργητικών πρακτικών κατεργασίας του εδάφους και εντείνεται στις επικλινείς περιοχές της χώρας. Σύμφωνα με την Εθνική Στρατηγική για την προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (2015), το 35 % των εδαφών της απειλείται με ερημοποίηση. Περιοχές υψηλού κινδύνου θεωρούνται τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, η Κρήτη, ένα μέρος της Θεσσαλίας, η Ανατολική Στερεά Ελλάδα και η Ανατολική Πελοπόννησος.

ΥΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ

Στην Χώρα παρατηρείται γεωγραφική και εποχική άνιση κατανομή των βροχοπτώσεων, με το δυτικό μέρος της Ελλάδας να είναι ευνοημένο σε υδατικά αποθέματα σε σχέση με το ανατολικό.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τα μέχρι στιγμής εγκριθέντα Σχέδια Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) της Χώρας, στα πλαίσια της οδηγίας για τα ύδατα, έχει εντοπιστεί το πρόβλημα της μη ορθολογικής χρήσης του αρδευτικού νερού (ΠΑΑ 2014-2020).

Επίσης, έχει επισημανθεί η μεγάλη πίεση που ασκείται στα υπόγεια υδατικά αποθέματα λόγω άντλησης μεγάλων ποσοτήτων νερού για άρδευση των καλλιεργειών. Τονίζεται επίσης η ανάγκη για εξισορρόπηση του ποσοστού που καταλαμβάνουν τα επιφανειακά σε σχέση με τα υπόγεια υδροληπτικά έργα για μείωση της πίεσης στα υπόγεια αποθέματα νερού (ΠΑΑ 2014-2020).

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΥΔΑΤΩΝ

Σύμφωνα με την Έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος «Το ευρωπαϊκό περιβάλλον - Κατάσταση και προοπτικές 2015 - Γεωργία SOER 2015» η εφαρμογή της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ, για την προστασία των υδάτων από την νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης και οι δράσεις αγρανάπαυσης που υιοθετήθηκαν, έχουν συμβάλει στην μείωση ή σταθεροποίηση των επιπέδων της προκαλούμενης ρύπανσης από την εκπομπή θρεπτικών στοιχείων και φυτοπροστατευτικών ουσιών σε έδαφος, νερό και αέρα. Παρόλη την γενική μείωση των εκπομπών αζώτου από την γεωργία, σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής ένωσης τα επίπεδα αυτά είναι πάνω από το επιτρεπόμενα όρια. Απαιτούνται για το λόγο αυτό περαιτέρω ενέργειες προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της ποιότητας των υδάτων.

Σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση, η χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, αν και υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των Κρατών Μελών, μειώθηκε στην Ευρώπη για την περίοδο 2000-2009. Η μείωση οφείλεται σε μικρότερες εφαρμοζόμενες ποσότητες ψεκαστικού υγρού σε σχέση με το παρελθόν λόγω χρήσης περισσότερο συμπυκνωμένων δραστικών ουσιών, χωρίς όμως συνεπακόλουθη μείωση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020, σε εθνικό επίπεδο καταγράφεται μείωση των συγκεντρώσεων των νιτρικών ιόντων κατά 43,2% στα επιφανειακά και 37,1% στα υπόγεια ύδατα για την προγραμματική περίοδο 2007-2010, σε σχέση με την περίοδο 2000-2006. Λόγω όμως πληρέστερης κάλυψης των απαιτήσεων της οδηγίας για την προστασία των υδάτων από νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης, η διαχεόμενη από την γεωργία ρύπανση με θρεπτικά στοιχεία (άζωτο, φώσφορο) φαίνεται να εντοπίζεται και σε νέες αναγνωρισμένες ευπρόσβλητες σε νιτρορύπανση ζώνες. Για την επιτάχυνση της απονιτροποίησης απαιτούνται πρόσθετα μέτρα που υπερβαίνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία για την προστασία των υδάτων από νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης καθώς και τον «Κώδικα Ορθής Γεωργικής Πρακτικής».

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

Η συμμετοχή της γεωργικής δραστηριότητας στην εκπομπή των αερίων του θερμοκηπίου προέρχεται κυρίως από εκπομπές οξειδίων του αζώτου (NOx), εκπομπές μεθανίου (CH4) και διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Παρόλο που οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου από την γεωργία έχουν μειωθεί κατά 22% από το 1990 σύμφωνα με την Έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος «Το ευρωπαϊκό περιβάλλον - Κατάσταση και προοπτικές 2015 - Γεωργία SOER 2015», υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω μείωσης.

Στην συνέχεια περιγράφονται περιβαλλοντικές δράσεις που αποσκοπούν στην διαχείριση και προστασία του περιβάλλοντος (Γενικός στόχος) μέσω της επίτευξης των ειδικών στόχων:

1. Προστασία των ενδιαιτημάτων, της βιοποικιλότητας και της διατήρησης του τοπίου

2. Προστασία του εδάφους

3. Αειφόρος χρήση των υδάτινων πόρων

4. Διατήρηση και βελτίωση της ποιότητας των υδάτων

5. Άμβλυνση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής

6. Μείωση του όγκου των αποβλήτων που παράγονται

Δείτε εδώ την ΚΥΑ

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις