Ανοδική η πορεία κατανάλωσης τυποποιημένων νωπών οπωροκηπευτικών προϊόντων

 

Ανοδική πορεία καταγράφει η συνολική εγχώρια παραγωγή τυποποιημένων- συσκευασμένων νωπών οπωροκηπευτικών προϊόντων (σε ποσότητα) τα τελευταία χρόνια με εξαίρεση το 2012.

Τα φρούτα καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής παραγωγής (60% περίπου), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εξάγεται.

Οι ποσότητες εισαγωγής κάλυψαν το 20% - 22% της συνολικής κατανάλωσης τυποποιημένων νωπών οπωροκηπευτικών τα τελευταία έτη . Οι εξαγωγές απέσπασαν μερίδιο 37%-47% επί της συνολικής παραγωγής την ίδια περίοδο.

Στον κλάδο της τυποποίησης και συσκευασίας νωπών οπωροκηπευτικών δραστηριοποιείται πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, καθώς και αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι οποίοι διαθέτουν ανάλογες εγκαταστάσεις (διαλογής-τυποποίησης και συσκευασίας των προϊόντων). Αρκετές επιχειρήσεις έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό.

Η εγχώρια παραγωγή τυποποιημένων νωπών οπωροκηπευτικών κινήθηκε, σε γενικές γραμμές, ανοδικά την περίοδο 2005-2013, παρουσιάζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 1,5%. Τα φρούτα κάλυψαν, κατά μέσο όρο, το 60% της συνολικής παραγωγής και τα λαχανικά το υπόλοιπο 40%, την ίδια χρονική περίοδο.

Η Διευθύντρια Οικονομικών και Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, Σταματίνα Παντελαίου σημειώνει σχετικά με τις εξελίξεις της συγκεκριμένης αγοράς: «Ο όγκος της εγχώριας φαινομενικής κατανάλωσης τυποποιημένων νωπών οπωροκηπευτικών παρουσίασε ετήσιες αυξομειώσεις την τελευταία δεκαετία. Οι εισαγωγές κάλυψαν το 20%-22% της συνολικής ζήτησης τα τελευταία έτη. Την ίδια περίοδο, οι εξαγωγές απέσπασαν μερίδιο 37%-47% επί του όγκου παραγωγής, παρουσιάζοντας ανοδική τάση. Τα εσπεριδοειδή καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης φρούτων, αποσπώντας μερίδιο 30%. Ακολουθούν οι κατηγορίες των μηλοειδών και των πυρηνόκαρπων, καλύπτοντας η καθεμία περίπου το 25% της αγοράς τυποποιημένων φρούτων.

Η κατανάλωση τυποποιημένης-συσκευασμένης πατάτας κάλυψε περίπου το 61% της συνολικής εγχώριας αγοράς τυποποιημένων λαχανικών. Δεύτερη σημαντικότερη κατηγορία είναι οι τομάτες, με μερίδιο συμμετοχής 15% περίπου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 2015 η συνολική εγχώρια κατανάλωση τυποποιημένων νωπών οπωροκηπευτικών (σε ποσότητα) προβλέπεται ότι θα παρουσιάσει μικρή αύξηση της τάξης του 3% - 5%».

Σύμφωνα με την μελέτη της ICAP, τα κανάλια διακίνησης των εξεταζόμενων προϊόντων είναι τα εξής:

-    Κεντρικές Αγορές. Πρόκειται για τα οργανωμένα σημεία χονδρεμπορικής πώλησης, τα σημαντικότερα από τα οποία είναι: α) ο Οργανισμός Κεντρικής Αγοράς Αθηνών Α.Ε., με 550 δραστηριοποιούμενες χονδρεμπορικές επιχειρήσεις νωπών οπωρολαχανικών και β) η Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης Α.Ε., η οποία περιλαμβάνει 280 καταστήματα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων του κλάδου, το μερίδιο των κεντρικών αγορών υπολογίζεται ότι κυμαίνεται μεταξύ 15%-20% επί του συνόλου των διακινούμενων προϊόντων.
-    Χονδρεμπορικές επιχειρήσεις εκτός κεντρικών αγορών. Πρόκειται για επιχειρήσεις που προμηθεύονται τα είδη τους από την εγχώρια αγορά ή τα εισάγουν από το εξωτερικό και στη συνέχεια τα διαθέτουν στα καταστήματα λιανικής πώλησης και τα super - markets. Το μερίδιό τους στην διακίνηση εκτιμάται σε 35%-40%.
-    Super - Μarkets. Προμηθεύονται τυποποιημένα οπωροκηπευτικά απευθείας από τις εταιρείες διαλογής-τυποποίησης, από τους χονδρεμπόρους ή πραγματοποιούν δικές τους εισαγωγές. Το μερίδιο των super-markets στη διακίνηση τυποποιημένων – συσκευασμένων νωπών οπωροκηπευτικών αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία έτη και εκτιμάται περίπου στο 25%-30%. Στον νομό Αττικής και Θεσσαλονίκης υπολογίζεται ότι το μερίδιο των S/M είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της χώρας.
-    Λαϊκές αγορές. Καλύπτουν μερίδιο της τάξης του 15%-20% επί των διακινούμενων τυποποιημένων προϊόντων (με πολύ χαμηλό βαθμό τυποποίησης, επί της συνολικής ποσότητας που διακινούν).
-    Στην αγορά των νωπών οπωροκηπευτικών προϊόντων, βασικός παράγοντας που επηρεάζει τις τιμές των προϊόντων είναι οι διακυμάνσεις στην προσφορά, οι οποίες οφείλονται είτε στην εποχικότητα του παραγόμενου είδους, είτε σε απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες που μειώνουν την παραγωγή και, κατά συνέπεια, ωθούν τις τιμές προς τα πάνω.

Η μελέτη της ICAP περιλαμβάνει επίσης χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει 20 επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συντάχθηκαν ομαδοποιημένοι ισολογισμοί βάσει δείγματος σαράντα τεσσάρων (44) επιχειρήσεων του κλάδου, για τη διετία 2012-2013.

Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν κατά 12,9% το 2013/12, ενώ με εντονότερο ρυθμό αυξήθηκαν τα μικτά κέρδη (21,3%). Οι παραπάνω μεταβολές είχαν σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση θετικού συνολικού λειτουργικού αποτελέσματος το 2013, σε αντίθεση με το 2012 όπου το λειτουργικό αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Ανατροπή παρατηρείται και στο τελικό (προ φόρου) καθαρό αποτέλεσμα το 2013, το οποίο επιστρέφει σε θετικά επίπεδα, έναντι των αρνητικών αποτελεσμάτων που κατεγράφησαν το 2012. Τα κέρδη EBITDA παρουσίασαν αύξηση περίπου 40% την ίδια περίοδο.

Οριακές μεταβολές παρουσιάζει το μέσο περιθώριο κέρδους EBITDA τα τελευταία έτη (2009-2013) και μικρές διακυμάνσεις παρουσίασε το μέσο ετήσιο περιθώριο μικτού κέρδους του συνόλου των 75 επιχειρήσεων του δείγματος την πενταετία 2009-2013, εμφανίζοντας την υψηλότερη τιμή του το 2013. Ο μέσος όρος 5-ετίας του περιθωρίου Μικτού Κέρδους διαμορφώθηκε σε 16,29% και ο μέσος όρος 5-ετίας του περιθωρίου Κέρδους EBITDA σε 4,40% την τελευταία πενταετία.

Σχετικά με την αγορά των νωπών οπωροκηπευτικών στην Ευρώπη, σημειώνονται τα εξής: Σημαντική χώρα παραγωγής φρούτων στην Ε.Ε-27 είναι η Ισπανία, αποσπώντας μερίδιο 27% στη συνολική παραγωγή αυτών κατά το 2012. Ακολουθούν η Ιταλία με 25% και η Γαλλία με 15%.

Την πρώτη θέση στην παραγωγή λαχανικών στην Ε.Ε-27 κατέχουν η Πολωνία και η Γερμανία αποσπώντας μερίδιο περίπου 13% η κάθε μια στη συνολική παραγωγή του 2012. Ακολουθούν η Ιταλία με 12%, η Ισπανία με 11%, η Γαλλία και η Ολλανδία με ποσοστό 10% η καθεμία.

Στα πλαίσια της μελέτης επιχειρήθηκε επίσης η ανάλυση του Ανταγωνιστικού Περιβάλλοντος με βάση το υπόδειγμα των πέντε δυνάμεων του Porter:

-    Η είσοδος νέων επιχειρήσεων στον εξεταζόμενο κλάδο δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες, καθώς η συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο ή σε μηχανολογικό εξοπλισμό. Επισημαίνεται όμως ότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, το "άνοιγμα" της αγοράς με την ένταξη και άλλων χωρών δίνει τη δυνατότητα για μεγάλες εισαγωγές οπωροκηπευτικών από τρίτες χώρες, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται η είσοδος νέων ελληνικών επιχειρήσεων στις συγκεκριμένες αγορές του εξωτερικού. Επίσης, επηρεάζεται και το μερίδιο των ήδη υφιστάμενων ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων.
-    Δεν υπάρχει κίνδυνος από υποκατάστατα προϊόντα καθώς τα νωπά οπωροκηπευτικά αποτελούν βασικότατο είδος διατροφής.
-    Η διαπραγματευτική δύναμη των προμηθευτών του κλάδου διαλογής – τυποποίησης και συσκευασίας νωπών οπωροκηπευτικών δεν φαίνεται να είναι μεγάλη, καθώς είναι πολλοί σε αριθμό και διασπαρμένοι σ' όλη τη χώρα. Η "ομαδοποιημένη" λειτουργική οργάνωσή τους δεν θεωρείται αναπτυγμένη και παραμένει στον "κλασικό" παλαιό τύπο των συνεταιρισμών. Γεγονός είναι ότι το ποσοστό συγκέντρωσης των παραγωγών αγροτικών προϊόντων είναι πολύ πιο χαμηλό σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που ενδεχομένως δημιουργεί προβλήματα στον έλεγχο των συνθηκών παραγωγής των προϊόντων.
-    Η διαπραγματευτική δύναμη των αγοραστών του κλάδου διαφέρει ανάλογα με την κατηγορία. Αγοραστές των προϊόντων των επιχειρήσεων του εξεταζόμενου κλάδου είναι οι χονδρέμποροι, τα καταστήματα λιανικής πώλησης (οπωροπωλεία, super markets) και οι τελικοί καταναλωτές. Οι χονδρέμποροι, αλλά και τα μεγάλα καταστήματα λιανικής πώλησης και ιδιαίτερα οι αλυσίδες super markets έχουν σχετικά ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη, λόγω της πληθώρας των επιχειρήσεων διαλογής- τυποποίησης – συσκευασίας, εκ των οποίων μπορούν να επιλέξουν την πιο συμφέρουσα, γι' αυτούς, συνεργασία. Η θέση των αλυσίδων super markets ενισχύεται ολοένα και περισσότερο, λόγω και του όγκου των συναλλαγών που πραγματοποιούν. Οι ιδιώτες-καταναλωτές αποτελούν τους τελικούς αποδέκτες των προϊόντων των καταστημάτων λιανικής πώλησης και δε διαθέτουν ουσιαστική διαπραγματευτική δύναμη. Βεβαίως, η ύπαρξη πολλών σημείων πώλησης και πληθώρας προϊόντων στην αγορά (διαφορετικής τιμής και ποιότητας) τους οδηγεί στην πλέον συμφέρουσα, γι' αυτούς, επιλογή.
-    Ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου είναι έντονος, καθώς από την πλευρά της προσφοράς ο αριθμός των διαλογητηρίων-συσκευαστηρίων είναι πολύ μεγάλος. Η παραγωγική δυναμικότητα πολλών μονάδων τυποποίησης είναι υψηλή, έχοντας τη δυνατότητα να επεξεργαστούν μεγάλες ποσότητες νωπών οπωροκηπευτικών, δεδομένου ότι η δραστηριότητα αυτή χαρακτηρίζεται από εποχικότητα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα περιοδικά να παρατηρείται υψηλή προσφορά προϊόντων σε σχετικά χαμηλές τιμές, γεγονός που οδηγεί σε συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων του κλάδου. Οι εισαγωγές τυποποιημένων οπωροκηπευτικών αποτελούν ένα ακόμη σημείο ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, θέτοντας ζητήματα ποιότητας, τιμών, υψηλού κόστους μεταφοράς κλπ.

 

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις