Δεκαπέντε χρόνια παρεμβάσεων: γιατί οι τιμές τροφίμων ανεβαίνουν ενώ το χωράφι απαξιώνεται?
Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς άλλη περίοδο στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία όπου η οικονομία στηρίχθηκε τόσο επίμονα και τόσο συνεχόμενα από κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις όσο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Από το ξέσπασμα της κρίσης με την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 μέχρι τα μέτρα που εξακολουθούν να εφαρμόζονται το 2025, η Ευρώπη ζει σε μια κατάσταση που σπάνια μοιάζει με κανονικότητα. Οι παρεμβάσεις έγιναν εργαλείο σταθερότητας, αλλά με κόστος αλλοίωσαν τη λειτουργία των αγορών, δημιούργησαν στρεβλώσεις στις τιμές και άφησαν την πραγματική οικονομία, δηλαδή την παραγωγή, να παλεύει με ασφυκτικούς όρους.
Μετά το 2008, οι κεντρικές τράπεζες έριξαν τα επιτόκια σχεδόν στο μηδέν, άνοιξαν τις κάνουλες της ρευστότητας και αγόρασαν τεράστιες ποσότητες κρατικών και εταιρικών ομολόγων. Η ΕΚΤ έφτασε να τριπλασιάσει τον ισολογισμό της σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, με στοιχεία ενεργητικού που ξεπέρασαν τα 3,5 τρισ. ευρώ. Στόχος ήταν να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος αποπληθωρισμού και να αποτραπεί μια νέα κρίση χρέους. Η πολιτική αυτή όμως δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχα ισχυρή οικονομική ανάκαμψη.
Η πανδημία του 2020 ανέτρεψε ακόμη και τις πιο μετριοπαθείς προσδοκίες. Τα lockdown πάγωσαν την παραγωγή, αποσυντόνισαν τις μεταφορές και έκαναν τις εφοδιαστικές αλυσίδες να λειτουργούν με όρους έκτακτης ανάγκης. Οι κυβερνήσεις απάντησαν με δημοσιονομικά προγράμματα-μαμούθ και η ΕΚΤ διεύρυνε ακόμη περισσότερο τις αγορές τίτλων, σε σημείο που σε ορισμένες χώρες τα κρατικά ομόλογα που κυκλοφορούσαν εκτός Ευρωσυστήματος ήταν λιγότερα από το 10% του συνόλου. Η πλεονάζουσα ρευστότητα στα τραπεζικά συστήματα ξεπέρασε τα 4 τρισ. ευρώ, ποσά πρωτοφανή, που δεν κατευθύνθηκαν στην πραγματική οικονομία, αλλά έμειναν εγκλωβισμένα σε λογαριασμούς των τραπεζών, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης και επενδυτικών ευκαιριών.
Όταν οι οικονομίες άρχισαν να ξανανοίγουν στα τέλη του 2020 και τις αρχές του 2021, η ζήτηση επανήλθε πιο γρήγορα απ’ ό,τι η προσφορά. Οι τιμές ενέργειας ανέβηκαν, οι μεταφορές έγιναν ακριβότερες και ο πληθωρισμός στα τρόφιμα άρχισε να επιταχύνεται. Ακολούθησε η αύξηση των επιτοκίων από 0,5% τον Ιούλιο 2022 στο 4,5% τον Σεπτέμβριο 2023, μια κίνηση που είχε ως στόχο να φρενάρει την άνοδο των τιμών αλλά επιβάρυνε την παραγωγή, ειδικά τους πιο ευάλωτους κρίκους της αγροδιατροφικής αλυσίδας.
Το αποτέλεσμα είναι ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σημερινής οικονομίας: οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν, αλλά η αξία της αγροτικής παραγωγής μειώνεται. Στο χωράφι, προϊόντα όπως το σιτάρι πωλούνται σε τιμές που συχνά βρίσκονται κάτω από το κόστος παραγωγής, την ώρα που ο καταναλωτής πληρώνει ακριβότερα το τελικό προϊόν. Η ψαλίδα έχει ανοίξει επικίνδυνα.
Η εξήγηση δεν είναι απλή, αλλά είναι καθαρή. Οι παρεμβάσεις των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων γέμισαν τις αγορές χρήματος με ρευστότητα, όμως δεν ενίσχυσαν την παραγωγική βάση της Ευρώπης. Η επένδυση σε υποδομές, τεχνολογία και εκσυγχρονισμό της γεωργίας έμεινε πίσω. Την ίδια ώρα, οι μεταποιητικές και λιανεμπορικές αλυσίδες απέκτησαν μεγαλύτερο διαπραγματευτικό βάρος από τους παραγωγούς. Μεταφορικά κόστη, ενέργεια, χρηματοδότηση και εμπορικές πρακτικές ενσωματώνονται στην τελική τιμή, όχι όμως στο εισόδημα του αγρότη.
Το πρόβλημα επιτείνεται από τις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων, όπου η κερδοσκοπία ενισχύει τις διακυμάνσεις και η ανασφάλεια επιβάλλει λογικές αναμονής. Το σιτάρι, βασικό προϊόν για κάθε νοικοκυριό, καθορίζεται συχνά περισσότερο από θεσμικούς επενδυτές παρά από τους ίδιους τους παραγωγούς. Και έτσι δημιουργείται μια αγορά στην οποία η αξία της πρώτης ύλης υποτιμάται, ενώ η τελική τιμή παραμένει υψηλή.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ευρώπη συζητά για τη σταδιακή έξοδο από τον παρεμβατισμό. Τα επιτόκια έχουν υποχωρήσει ξανά, στο 2,15% από τον Ιούνιο 2025, και οι αγορές τίτλων έχουν περιοριστεί. Το ζητούμενο πλέον είναι αν η πραγματική οικονομία από τα εργοστάσια μέχρι τα χωράφια, θα μπορέσει να στηριχθεί χωρίς τη συνεχή παρουσία του κράτους και των κεντρικών τραπεζών.
Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν αν αυτή η επιστροφή στην κανονικότητα είναι εφικτή. Το βέβαιο είναι ότι η δεκαπενταετία που προηγήθηκε άφησε ένα πολύπλοκο υπόβαθρο: υψηλές τιμές για τους καταναλωτές, πίεση στους παραγωγούς και μια οικονομία που αναζητά νέα ισορροπία. Η κατανόηση τού πώς φτάσαμε ως εδώ δεν είναι μόνο αναδρομή. Είναι προϋπόθεση για να διορθωθούν οι αστοχίες ενός μοντέλου που, για χρόνια, προστάτευε τις αγορές αλλά άφηνε την παραγωγή να χάνει έδαφος.
Του Γεώργιου Μπακόλα