Τον Μάιο του 2025, ο τερματικός σταθμός Βάρνα-Δύση στη Βουλγαρία σημείωσε το υψηλότερο φορτίο διακίνησης στην ιστορία του: 845.000 τόνοι φορτίου σε μόλις έναν μήνα. Πίσω από αυτό το νούμερο κρύβεται ένα ευρύτερο αφήγημα – η Βουλγαρία σχεδιάζει, επενδύει και εξάγει. Από την αρχή του έτους, ο σταθμός έχει διαχειριστεί πάνω από 3 εκατομμύρια τόνους, ενώ οι εξαγωγές σιτηρών έχουν εκτοξευθεί κατά 200% σε σύγκριση με το 2024.
Ο νέος τερματικός σιτηρών που τέθηκε σε λειτουργία το 2024 έχει ήδη ετήσια δυναμικότητα άνω των 2 εκατομμυρίων τόνων, με την τεχνολογική αναβάθμιση της προβλήτας 15 να επιτρέπει συνεχή φόρτωση, διαλογή και μεταφορά με βάση διεθνή πρότυπα. Είναι μια εθνική στρατηγική που λειτουργεί και αποδίδει.
Και στην Ελλάδα;
Η παραγωγή σκληρού σίτου μειώνεται αθόρυβα, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για την πιο αναγνωρίσιμη, ποιοτική και εξαγώγιμη ελληνική γεωργική ταυτότητα. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις συρρικνώνονται, όχι λόγω αδυναμίας των αγροτών, αλλά λόγω συστηματικής απουσίας κρατικού σχεδιασμού. Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στερείται στρατηγικής στόχευσης, ρεαλιστικής χαρτογράφησης και κυρίως διάθεσης να ακούσει τους ανθρώπους της παραγωγής.
Γιατί αν θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια, δεν θα τη βρούμε στα στρογγυλά τραπέζια και τα powerpoint. Θα τη βρούμε στα χωράφια. Στους ίδιους τους αγρότες. Εκεί θα ακούσουμε πως τα εδάφη υποσιτίζονται, πως λείπει το κάλιο, πως δεν γίνεται ανάλυση εδάφους, πως λιγοστεύουν τα εφόδια επειδή οι επιδοτήσεις έρχονται αργά ή δεν καλύπτουν τις ανάγκες. Κι όμως, η χώρα που εξάγει φέτα σε 80 αγορές, δεν εξάγει το ίδιο της το ψωμί, όπως δηλώνουν αγρότες στο Agrocapital
Το ίδιο αβέβαιο μέλλον διαγράφεται και για το βαμβάκι, τον ιστορικό πυλώνα της ελληνικής γεωργίας. Εδώ και χρόνια, οι Ολλανδοί σύμβουλοι μας προειδοποίησαν: "Είναι ενεργοβόρο και κοστοβόρο". Αντί η Ελλάδα να απαντήσει με καινοτομία, ποιοτική διαφοροποίηση ή τεχνολογική αναβάθμιση, ακολούθησε τη σιωπηλή τακτική της αποεπένδυσης.
Σαν να μην έφτανε αυτό, το αφήγημα περί "έλλειψης νερού" στον Θεσσαλικό κάμπο και όχι μόνο, που επανέρχεται κάθε χρόνο με την ακρίβεια θερινής καταιγίδας, μοιάζει περισσότερο με πολιτικό εργαλείο παρά με τεχνικό πρόβλημα. Γιατί αν η έλλειψη νερού ήταν πράγματι ανεξέλεγκτη, θα υπήρχε εθνικό σχέδιο διαχείρισης, έργα αποταμίευσης, δίκτυα μικροαρδεύσεων. Αντ' αυτού, υπάρχει σιωπή. Ή ακόμη χειρότερα, απάθεια.
Το ίδιο συμβαίνει και με την "νέα τάση" των θερμοκηπίων. Οι αγρότες σπρώχνονται προς υψηλού κόστους υποδομές, με προσδοκίες που δεν εδράζονται σε μελέτες αγοράς, αλλά σε πρόσκαιρες μόδες που ενισχύονται χωρίς να υπάρχει σαφές πλάνο εξαγωγών ή εγγυήσεις κόστους παραγωγής. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία "πλημμυρίζει" την Ε.Ε. με ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, επωφελούμενη από χαμηλό κόστος εργασίας, φτηνότερα καύσιμα και κρατική στήριξη εξαγωγών. Η Ελλάδα τι ακριβώς σχεδιάζει;
Ποιος ακριβώς θα εμπιστευθεί έναν πρωτογενή τομέα που αλλάζει προτεραιότητες κάθε δύο χρόνια, χωρίς χαρτογράφηση των εδαφών, χωρίς εθνικό μητρώο ελλείψεων και χωρίς διασύνδεση μεταξύ παραγωγής – μεταποίησης – εξαγωγών; Ποιος θα βάλει χρήμα σε μια χώρα που επιδοτεί την αποεπένδυση;
Το ερώτημα δεν είναι πλέον τεχνικό. Είναι θεσμικό. Και βαθιά πολιτικό. Η Βουλγαρία απέδειξε ότι η γεωργία δεν είναι παρελθόν, είναι μέλλον. Εμείς δείχνουμε καθημερινά ότι δεν θέλουμε να ανήκουμε σ’ αυτό.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις