Γιατί η Ρωσία επαναφέρει τους ελέγχους στα σιτηρά;

Το ρωσικό Υπουργείο Γεωργίας βρίσκεται ένα βήμα πριν από την επαναφορά των προγραμματισμένων ελέγχων σε εγκαταστάσεις αποθήκευσης σιτηρών μικρής και μεσαίας κλίμακας. Πρόκειται για αποθήκες χωρητικότητας έως 50.000 τόνων, οι οποίες από το 2018 λειτουργούν ουσιαστικά χωρίς συστηματική επιθεώρηση. Η κίνηση αυτή δεν στοχεύει απλώς στη διόρθωση ενός διοικητικού κενού αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική που έχει στο επίκεντρο την ενίσχυση της εικόνας της Ρωσίας ως αξιόπιστου προμηθευτή σιτηρών στις διεθνείς αγορές.

Κατά την τελευταία πενταετία, οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν πραγματοποιήσει περίπου 400 ελέγχους, στους οποίους εντοπίστηκαν σχεδόν 300 παραβάσεις. Μετά την επιβολή του μορατόριουμ, ο αριθμός των διαπιστωμένων παραβάσεων μειώθηκε στις 100. Σύμφωνα όμως με αναλυτές του κλάδου, η μείωση αυτή δεν συνδέεται με βελτίωση των συνθηκών αποθήκευσης, αλλά με το γεγονός ότι οι έλεγχοι απλώς περιορίστηκαν. Η ποιότητα του αποθηκευμένου σιταριού είναι ευάλωτη και μπορεί να υποβαθμιστεί από παράγοντες όπως η υγρασία, η μυκητολογική επιβάρυνση ή οι συνθήκες αερισμού. Από την ποιότητα της αποθήκευσης εξαρτάται και η εμπορική αποδοχή του προϊόντος στις αγορές εισαγωγής.

Το ζήτημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία τη στιγμή που η Ρωσία διευρύνει τις εξαγωγικές της διαδρομές. Στη Βόρεια Αφρική, στη Μέση Ανατολή και στην Ασία, οι απαιτήσεις ποιότητας αυξάνονται σταθερά. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Μόσχα έβρισκε εμπόδια στην πρόσβαση σε αγορές υψηλών προδιαγραφών όπως η Αλγερία και η Σαουδική Αραβία, ακριβώς λόγω ζητημάτων που σχετίζονταν με την ποιότητα των σιτηρών και τις συνθήκες αποθήκευσης πριν από την αποστολή. Η επαναφορά των επιθεωρήσεων έρχεται, έτσι, ως μέρος μιας προσπάθειας να αντιμετωπιστούν τέτοια εμπόδια.

Οι εξελίξεις αυτές παρακολουθούνται ιδιαίτερα στενά από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η Ρωσία αποτελεί ήδη βασικό ανταγωνιστή στις αγορές της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.

Οι χώρες αυτές είχαν παραδοσιακά ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με ευρωπαίους εξαγωγείς, όπως τη Γαλλία, τη Ρουμανία και, τα τελευταία χρόνια, τη Βουλγαρία. Η ρωσική στροφή στην ενίσχυση της ποιότητας μεταφέρει τον ανταγωνισμό από το επίπεδο της χαμηλής τιμής στο επίπεδο του «ποιος μπορεί να αποδείξει ότι η αλυσίδα παραγωγής και αποθήκευσης λειτουργεί με αξιοπιστία και έλεγχο».

 Δεν πρόκειται, λοιπόν, μόνο για εμπορική σύγκλιση. Πρόκειται για προσπάθεια μετατόπισης της ισορροπίας στην αγορά σιτηρών προς όφελος του προμηθευτή που μπορεί να παρουσιάσει συνολική συνέπεια ως προς την ποιότητα.

Σε μια διεθνή αγορά όπου η εμπιστοσύνη μετρά όσο και η τιμή, η επαναφορά των επιθεωρήσεων από τη Μόσχα καταγράφεται ως μια προσπάθεια ενίσχυσης της αξιοπιστίας των ρωσικών σιτηρών. Ο στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι το προϊόν που φτάνει στους εμπορικούς εταίρους συμμορφώνεται με αυστηρά πρότυπα ποιότητας, περιορίζοντας τον κίνδυνο αποκλίσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απορρίψεις φορτίων ή σε εμπορικές τριβές.

Το πιθανό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής δεν θα αποτυπωθεί μόνο στο επίπεδο των τιμών, αλλά και στη θέση που θα καταλάβει η Ρωσία στις αγορές όπου ο ανταγωνισμός είναι ιδιαίτερα έντονος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία επίσης δραστηριοποιείται με ισχυρή παρουσία στις ίδιες περιοχές, θα χρειαστεί να παρακολουθήσει προσεκτικά τις εξελίξεις. Η βελτίωση της ποιότητας και της ιχνηλασιμότητας εκ μέρους της Ρωσίας ενδέχεται να μεταβάλει τους όρους του ανταγωνισμού, ενισχύοντας το βάρος της αξιοπιστίας και της συνεπούς διαχείρισης της εφοδιαστικής αλυσίδας ως παραγόντων διαμόρφωσης των εμπορικών επιλογών.

Σε αυτό το περιβάλλον, δεν αποκλείεται η Ευρώπη να κληθεί να επανεξετάσει ορισμένες πτυχές της δικής της στρατηγικής για τα σιτηρά, ιδίως σε ό,τι αφορά την πρόσβαση σε αγορές υψηλής γεωοικονομικής σημασίας, όπου η σταθερότητα και η ποιότητα λειτουργούν ολοένα περισσότερο ως βασικά κριτήρια επιλογής προμηθευτή.

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις