Η Ελλάδα, παρά το περιορισμένο γεωγραφικό της μέγεθος, διαθέτει έναν από τους πιο διαφοροποιημένους και πλούσιους αγροδιατροφικούς τομείς στην Ευρώπη. Με προϊόντα υψηλής ποιότητας, ισχυρή πολιτισμική κληρονομιά και ένα ιδιαίτερο αγρονομικό περιβάλλον, η χώρα έχει στη διάθεσή της όλα τα δομικά στοιχεία για την ανάπτυξη ενός εξωστρεφούς, ανταγωνιστικού και καινοτόμου μοντέλου γεωργικής οικονομίας. Η ενίσχυση της εξαγωγικής δραστηριότητας, η αξιοποίηση των δυνατοτήτων του branding και της ψηφιακής τεχνολογίας, καθώς και η μετάβαση σε βιώσιμες πρακτικές παραγωγής, συνιστούν πλέον όχι μόνο προοπτική, αλλά επιτακτική ανάγκη.
Οι παγκόσμιες αγορές επιζητούν πλέον όχι απλώς τροφή, αλλά προϊόντα με ταυτότητα, ιστορικότητα, πιστοποιημένη ποιότητα και χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Στο νέο αυτό τοπίο, η Ελλάδα καλείται να αναδιατάξει τις προτεραιότητές της και να μετασχηματίσει τον πρωτογενή τομέα σε μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης, οικονομικής διείσδυσης και γεωστρατηγικής υπεραξίας.
Στην εποχή που οι διεθνείς αγορές δεν συγχωρούν την ασαφή ταυτότητα και επιβραβεύουν την αυθεντικότητα, η Ελλάδα στέκεται μπροστά σε μια ιστορική δυνατότητα: να επανασυστήσει τον εαυτό της μέσα από τα προϊόντα της. Το ελαιόλαδο, η φέτα, τα σταφύλια, το μέλι, τα φρούτα και τα λαχανικά που αποπνέουν ήλιο και μεσογειακό άρωμα δεν είναι απλώς εξαγώγιμα αγαθά. Είναι φορείς πολιτισμού, ιστορίας, γεύσης και βιωματικής μνήμης.
Όμως το αφήγημα αυτό, για να μην παραμείνει γράμμα κενό, απαιτεί δομή, στρατηγική και αλήθεια. Το branding των ελληνικών προϊόντων δεν μπορεί πλέον να είναι υπόθεση μόνο ετικέτας και καλαισθησίας. Απαιτεί βαθιά κατανόηση των στοιχείων εκείνων που προσδίδουν σε ένα προϊόν ταυτότητα: ο τόπος, η ποικιλία, ο παραγωγός, η διαδικασία. Πρέπει να διατίθεται ως πολιτιστική εμπειρία – όχι απλώς ως εμπόρευμα.
«Ἀρχὴγὰρ τοῦ πράττειν τὸ γνῶναι τὸ πρέπον.» Αριστοτέλης
(«Αρχή της δράσης είναι το να γνωρίζεις τι πρέπει να πράξεις.»)
Η εξαγωγική δυναμική, ωστόσο, δεν κρίνεται μόνο από το προϊόν, αλλά και από το οικοσύστημα γύρω του. Σε μια Ευρώπη που βλέπει την παραγωγή της να συρρικνώνεται, και επιχειρήσεις όπως οι ισπανικές να μετακινούνται προς το Μαρόκο για φθηνότερα κόστη, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Θα επιλέξει να επενδύσει στη διαφοροποίηση και την ποιότητα ή θα παραμείνει εγκλωβισμένη σε μια λογική επιδοματικής επιβίωσης;
Η χρήση των ψηφιακών μέσων και η διείσδυση στο ηλεκτρονικό εμπόριο δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αναγκαιότητα. Ο παραγωγός δεν αρκεί να παράγει καλά. Πρέπει να προβληθεί, να πει την ιστορία του, να μεταφράσει την καθημερινή του προσπάθεια σε προστιθέμενη αξία. Η πλατφόρμα του Amazon, το Etsy ή ένα ανεξάρτητο ηλεκτρονικό κατάστημα δεν είναι απλώς τόποι εμπορίου, αλλά εργαλεία πολιτιστικής εξωστρέφειας. Εκεί που κάποτε χρειαζόταν μεσάζοντας, τώρα χρειάζεται ένας ψηφιακός αφηγητής – που γνωρίζει καλά SEO, μάρκετινγκ, logistics και storytelling.
Η εξαγωγική αναγέννηση της Ελλάδας, όμως, σκοντάφτει στις ίδιες της τις παθογένειες. Η γραφειοκρατία, σαν μεταστατικός καρκίνος, καθυστερεί κάθε φιλόδοξη προσπάθεια. Το χρηματοδοτικό τοπίο είναι αχαρτογράφητο για τον μικρό αγρότη. Τα προγράμματα ενίσχυσης μοιάζουν να σχεδιάστηκαν για άλλες εποχές, με κριτήρια αδιαφανή, δυσνόητα και, πολλές φορές, πελατειακά. Αντί να αναπτυχθεί ένας νέος συνεταιριστικός και εξαγωγικός πολιτισμός, η ύπαιθρος διολισθαίνει προς την εγκατάλειψη, καθώς οι νέοι βλέπουν στο χωράφι όχι ευκαιρία, αλλά αδιέξοδο.
Η αλήθεια είναι πως χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό δεκαετίας –με σαφείς στόχους, διαρθρωτικά μέτρα και διαφανή αξιολόγηση–, η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να ενταχθεί στον διεθνή χάρτη ως διακριτή δύναμη στον αγροδιατροφικό τομέα. Ο παραγωγός χρειάζεται πρόσβαση σε εκπαίδευση, σε τεχνογνωσία, σε υποδομές, αλλά και σε ένα κράτος που δεν τον βλέπει σαν στατιστική, αλλά σαν εθνικό επενδυτικό κεφάλαιο. Όχι άλλες ασκήσεις επί χάρτου. Όχι άλλες διακηρύξεις χωρίς εφαρμογή.
Οι λύσεις δεν είναι άγνωστες. Δημιουργία clusters παραγωγών, ενίσχυση συλλογικών σχημάτων, προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, απλοποίηση των εξαγωγικών διαδικασιών, στήριξη σε logistics, branding και πιστοποιήσεις. Αλλά πάνω απ’ όλα: πολιτική βούληση. Όχι για να μοιραστούν προεκλογικά κουπόνια, αλλά για να δημιουργηθούν γέφυρες προς το διεθνές κοινό που διψά για ποιότητα, ιστορία και αυθεντικότητα.
Το μέλλον του ελληνικού αγροτικού τομέα δεν θα καθοριστεί από τις επιδοτήσεις, αλλά από τη δυνατότητά του να ερμηνεύσει τον κόσμο και να του προσφέρει κάτι που δεν μπορεί να βρει αλλού. Όπως είπε ένας νέος παραγωγός στη Νεμέα, «δεν θέλω να βγάζω απλώς κρασί, θέλω να βγάζω συγκίνηση σε φιάλη». Αυτό είναι το πραγματικό εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας: η συγκίνηση.
Η διεθνής ζήτηση είναι εκεί. Τα προϊόντα υπάρχουν. Οι άνθρωποι παλεύουν. Αυτό που μένει είναι να υφανθεί μια νέα αφήγηση, όχι με λόγια, αλλά με πράξεις. Να συνδεθεί η ρίζα με τον ορίζοντα. Και τότε, κανένα δημοσίευμα που προβλέπει την εξαφάνιση του Έλληνα αγρότη μέχρι το 2030 δεν θα βρει χώρο να πατήσει. Γιατί η Ελλάδα θα έχει ήδη αναγεννηθεί – από τη γη της.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις
